- κοτυλίσκη
- κοτυλίσκη, ἡ (Α)ο κοτυλίσκος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ίσκη (πρβλ. παδ-ίσκη, φιαλ-ίσκη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοτυλίσκη — little cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτυλίσκην — κοτυλίσκη little cup fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… … Dictionary of Greek